- Λαγού
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 830 μ., 77 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού και του οροπεδίου του Λασιθίου, 46 χλμ. Δ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγοῦ — λαγῶς hare masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λάγου — Λάγος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάγου — λά̱γου , λήγω stay pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) λά̱γου , λήγω stay imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνοδρομία — Αγώνας ταχύτητας μεταξύ γυμνασμένων σκυλιών σε ειδικούς στίβους (κυνοδρόμια), μήκους περίπου 500 μ. Η κ. μπορεί να είναι απλή ή μετ’ εμποδίων. Η συνήθεια διεξαγωγής κ. είναι αρχαιότατη και προέρχεται από το κυνήγι του λαγού, που ήταν πολύ… … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek
λαγοπόδαρος — η, ο 1. αυτός που έχει πόδια όμοια με τού λαγού 2. μτφ. αυτός που έχει γρήγορα πόδια, ταχύς στα πόδια 3. το ουδ. ως ουσ. το λαγοπόδαρο α) πόδι σφαγμένου λαγού ως φυλαχτό που πιστεύεται ότι φέρνει καλή τύχη, γούρι β) πόδι σφαγμένου λαγού που… … Dictionary of Greek
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek
λάου-λάου — επίρρ. 1. σιγά σιγά, με μεγάλες προφυλάξεις 2. μτφ. με πονηριά, με διπλωματικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάγου λάγου, γεν. τού λαγός, με αναβιβασμό τού τόνου] … Dictionary of Greek
δασυπρωκτίδες — (dasyproctus).Οικογένεια σκιουρομόρφων ζώων. Περιλαμβάνει τρωκτικά ζώα που έχουν το μέγεθος του λαγού και στη μορφή μοιάζουν με τον ινδόχοιρο. Έχουν μεγάλα μάτια, μακριά πόδια, κοντή ουρά, ενώ το τρίχωμά τους, από σμηριγγώδεις τρίχες, έχει… … Dictionary of Greek
λάου λάου — επίρρ. (από το λάγου λάγου, λαγός) 1. αργά αργά, με προφύλαξη: Ήρθε λάου λάου. 2. με πονηριά, διπλωματικά: Του το ’φερα λάου λάου για να μην μπορέσει ν’ αντιδράσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)